- σάρωτρον
- σάρωτρονbroomneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάρωτρον — τὸ, Μ βλ. σάρωθρο … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
θέρμητρον — θέρμητρον, τὸ (Α) το θερμηρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)] … Dictionary of Greek
σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… … Dictionary of Greek